Ὀψαρτ. p.11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξαλμίζω — και ξαρμίζω (Α ἐξαλμίζω) [άλμη] νεοελλ. ξαλμυρίζω, βγάζω την άλμη αρχ. κάνω κάτι πολύ αλμυρό … Dictionary of Greek
εξάλμιση — η [εξαλμίζω] ξαλμύρισμα … Dictionary of Greek